- μοιραίνω
- 1. (για τη μοίρα) καθορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο, ορίζω τη μοίρα ενός προσώπου, ιδίως κατά την ώρα τής γέννησής του2. προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάποιου3. παροιμ. «η μάννα γεννάει, μα δε μοιραίνει» — τη ζωή τη δίνουν οι γονείς, αλλά την τύχη τού καθένα οι Μοίρες).[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «πεπρωμένο» + κατάλ. -αίνω].
Dictionary of Greek. 2013.